- ἐξωτερικῶς
- ἐξωτερικόςexternaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιούκα — Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα … Dictionary of Greek
εκπεριοδεύω — ἐκπεριοδεύω (Α) 1. περιοδεύω εξωτερικώς 2. εποπτεύω πλήρως 3. απατώ … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εξαναγκάζω) 1. αυτός που γίνεται ή επιβάλλεται από ανάγκη, ο εξαναγκαστικός, ο ακούσιος 2. αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του ή από ανάγκη 3. φυσ. «εξαναγκασμένη ταλάντωση» η ταλάντωση που προκύπτει όταν μια… … Dictionary of Greek
επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… … Dictionary of Greek
μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… … Dictionary of Greek
προπύλαια — Η κύρια είσοδος σε ένα αρχιτεκτονικό συγκρότημα (αγορά, ακρόπολη ή ιερό). Κατ’ αρχήν συναντούμε π. ήδη στο δεύτερο στρώμα της Τροίας (2400 – 2200 π.Χ.) και στο ανάκτορο της Τίρυνθας πριν από τα περίφημα π. της ακρόπολης των Αθηνών, έργο του… … Dictionary of Greek
Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην … Dictionary of Greek